Ένα χιλιόμετρο πριν από το στόχο, καβάλα σε μια μηχανή μας περίμενε ο «Καναπές» με την Κοραλία πίσω του, που σαν ζευγαράκι κατόπτευαν το χώρο και θα μας κάλυπταν ώσπου να ολοκληρωθεί η επιχείρηση. Του κόλλησαν το “καναπές”, γιατί τον έβλεπαν πάντα, χειμώνα καλοκαίρι, με στον ίδιο πορτοκαλί καναπέ, σκέτο ξεφτίδι, που το έστρωνε το βράδυ και δεν έφευγε απ’ το σπίτι το πρωί μέχρι να το στεγνώσει στο καλοριφέρ. Ο “καναπές” ήταν Κύπριος από τη Λεμεσό, φοιτητής στη Φυσικομαθηματική, ο πιο πρόθυμος κι ανοιχτός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, αλλά και λάτρης της νύχτας και γυναικάς πρώτος. Στον μαραγκό, δούλευε στη πλάνη του εργοστασίου επίπλων της Λευκωσίας και στο βομβαρδισμό τραυματίστηκε βαριά και ζει από τότε στο αναπηρικό του καροτσάκι… Ποιος;… Αυτός που ήταν ο πιο σβέλτος στις επιχειρήσεις, ο πιο περπατημένος απ’ όλους μας, ο καλύτερος στο ζεϊμπέκικο στα καταγώγια, με το ποτήρι το κρασί στο τραπέζι! Όλα τα άλλα έπιπλα ήταν απλά ξύλινα.