Υπήρχαν στιγμές που ο χρόνος συστελλόταν και γινόταν μια απειροελάχιστη κουκκίδα, κι άλλες που διαστελλόταν πραγματικά και καταλάμβανε όλο το δωμάτιο. Εκείνη τη νύχτα όμως δεν μπορώ να ξεχάσω το επιπλο. Έφυγα τρέχοντας μέσα στα στενά της Πλάκας. Όταν είχα απομακρυνθεί αρκετά άκουσα το διαπεραστικό και επαναλαμβανόμενο ήχο των σειρήνων. Έφτασα με τα πόδια, αποφεύγοντας τους πολυσύχναστους δρόμους και κάτω από χίλιες προφυλάξεις, στην κατοικία μου. Μπήκα στο στενό σαλόνι δίχως ν’ ανάψω το φως. Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκα πίσω από τον πάγκο. Ψαύοντας μέσα στο σκοτάδι κάτω από τη λεία ξύλινη επιφάνεια, βρήκα το μικρό ντουλάπι. Το πάτησα και μια από τις ξύλινες βιβλιοθήκες γεμάτη τόμους φιλοσοφίας παραμέρισε, αποκαλύπτοντας το αθέατο άνοιγμα της μυστικής μου φωλιάς, της μικρής κρύπτης, που την ύπαρξη της γνώριζα μόνο εγώ. Χώθηκα στο κατασκότεινο δωματιάκι και με ένα άλλο πλήκτρο επανέφερα το βαρύ έπιπλο στη θέση του. Όταν πια έμεινα τελείως μόνος, σωριάστηκα στο στενό κρεβάτι χωρίς να σταματήσω να κλαίω και να προσεύχομαι μέχρι να με πάρει ο ύπνος.