Είναι μια προκατακλυσμιαία ύπαρξη. Ο μόνος τρόπος να ξαναφτιάξουμε τα έπιπλα. Ο μόνος τρόπος να εισακουστούμε από τον ξυλουργό. Όμως το έπιπλο δεν ανήκει σε όλους. Γιατί ν’ ανήκει σ’ αυτούς που το ξέχασαν; Σ’ αυτούς που το τσαλαπάτησαν και την πέταξαν στο βόρβορο;» Ήλπιζα ότι το λογύδριο μου θα τον συγκινούσε. Πίστευα ότι θα άγγιζε κάποιες ευαίσθητες χορδές που κάθε άνθρωπος κατέχει ως προαιώνια κληρονομιά. Νόμιζα ότι θα τον είχα συνοδοιπόρο μου στη δόξα της γνώσης και της σοφίας. Κάποια στιγμή έβαλε με αργές κινήσεις ένα κομμάτι αφρολέξ μέσα στο ξύλινο κουτί και το έκλεισε προσεκτικά. Θεώρησα ότι ετοιμάζεται να μου το δώσει. Όμως παρέμενε ακίνητος, όρθιος όπως κι εγώ, πιο ήρεμος από ποτέ.
«Και πώς πιστεύεις ότι θα λύσεις το γρίφο με τα σαλόνια;» με ρώτησε. «Αυτό εδώ δεν είναι παρά ένα άδειο ξύλινο κουτί. Ακόμα κι αν είναι οκτακοσίων ετών, όπως λες, αυτή τη στιγμή δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα. Είναι κενό. Ό,τι έπιπλο υπήρχε μέσα, αν υπήρξε ποτέ κάτι, πρόλαβε κάποιος άλλος να το πάρει».