Από την άλλη ανακούρκουδα, πότε καθιστή, με το κεφάλι στ’ ανασηκωμένα γόνατα, τα χέρια να τυλίγουν τις γάμπες της και την πλάτη στον τοίχο, με τον καναπέ, τώρα βεργο-λυγίζει σαν αιλουροειδές, το σώμα και το κεφάλι της στρίβουν πίσω, προς το ξύλινο τραπέζι σαν να μην έχει κόκαλα, ένα αναρριχητικό φυτό με σάρκα, φυτρωμένο στον εαυτό της. Κάποιος φωτογράφος στη σελήνη καθορίζει τις πόζες της, μετακινεί το φωτισμό, αλλάζει το καδράρισμα στα έπιπλα, εστιάζει στα μάτια κι ύστερα στο στήθος και αυξομειώνει τους προβολείς για να τονίσει τις γραμμές, τις καμπύλες και τη λευκότητα της σε μαύρο ματ φόντο. Κι όπως το ρέμπελο φεγγάρι χαϊδεύεται πάνω της, σχεδιάζει στον τοίχο πίσω από τις καρέκλες ψυχεδελικά σχήματα, κι η σκιά της στήνει χορό, μια απλώνεται και μια μαζεύει, ψηλώνει και κονταίνει, και τώρα αρχίζει να ερωτοτροπεί στον τοίχο με τη δικιά μου σύνθεση τοίχου. Πρώτα την αγγίζει στιγμιαία κι απομακρύνεται, ένα ρίγος με διαπερνά, είδα τους καναπέδες κλασικούς Sanfos όπως όταν συναντάς το κρύο ρεύμα στη χλιαρή θάλασσα, κατόπιν αγκαλιάζονται σε στάσεις διαφορετικές.
Γιώργος Βα.
Και γω νομίζω ότι ενας προβολέας απέναντι από την σύνθεση τοίχου την κάνει να φαίνεται καλύτερα, πιο έντονα τα χρώματα, πίο απαλές τις γραμμές. Του προσδίδει αρχοντιά.