Ο πίνακας με τα ντουλάπια κουζίνας.

Το κρεβάτι με τη μορφή της πρώ­της γραμμής του σχεδίου, της Έλα Γεωργίου!…. Ω! τι προ­δοσία! Τι καταστροφή! Η καρέκλα του Αρχηγού υποστέλλει εν ψυχρώ τη σημαία της παγκόσμιας επιπλοποιίας και υψώνει τον πιο ωραίο καναπέ:

ωραίος κανπές

Ένα μεσημέρι στην κατοικία με τα ωραία έπιπλα διαβάζαμε με την διακοσμήτρια με κλειστά τα παντζούρια. Μαζί της ασκήθηκα στη σιωπή, έμαθα να ζω σ’ ακατοίκητη πόλη σε δωμάτια χωρίς καρέκλες. Ενώ πριν γνωρίσω την διακοσμήτρια ήταν αδύνατον να βιώσω ένα αίσθημα χωρίς να το με­τατρέψω σε λέξεις, δίχως να το εκφράσω με εκμυστη­ρεύσεις τις ιδέες μου για τα έπιπλα μου, τώρα μισούσα τις συζητήσεις που αποφόρτιζαν την ατμόσφαιρα, όπως η καρέκλα τον μηχανισμό του τραπεζιού. Διάβαζε ισορροπώντας στα ανασηκωμένα γόνατα της ένα γιγάντιο βιβλίο ξυλοτεχνικής, κρατώ­ντας σημειώσεις μ’ ένα μολύβι στο λευκό περιθώριο των σελίδων. Μασούλαγε αφηρημένη το μαύρο μολύβι, το έβαζε, το έβγαζε στο στόμα της. Η μια τιράντα της, πάντα η αριστερή, να γλιστρά απ’ τον ώμο της, να την ανεβάζει κι αυτή να ξαναγλιστρά. Καμιά φορά και σή­μερα όταν διαβάζω στον καναπέ στο σαλόνι, βλέπω απέναντι στον τοίχο τον πίνακα με τα ντουλάπια κουζίνας. Πάντα με την σταθερότητα του καλού καναπέ.

Αλλάζει το καδράρισμα στα έπιπλα

Από την άλλη ανακούρκουδα, πότε καθιστή, με το κε­φάλι στ’ ανασηκωμένα γόνατα, τα χέρια να τυλίγουν τις γάμπες της και την πλάτη στον τοίχο, με τον καναπέ, τώρα βεργο-λυγίζει σαν αιλουροειδές, το σώμα και το κεφάλι της στρίβουν πίσω, προς το ξύλινο τραπέζι σαν να μην έχει κόκαλα, ένα αναρριχη­τικό φυτό με σάρκα, φυτρωμένο στον εαυτό της. Κά­ποιος φωτογράφος στη σελήνη καθορίζει τις πόζες της, μετακινεί το φωτισμό, αλλάζει το καδράρισμα στα έπιπλα, εστιά­ζει στα μάτια κι ύστερα στο στήθος και αυξομειώνει τους προβολείς για να τονίσει τις γραμμές, τις καμπύ­λες και τη λευκότητα της σε μαύρο ματ φόντο. Κι ό­πως το ρέμπελο φεγγάρι χαϊδεύεται πάνω της, σχεδιά­ζει στον τοίχο πίσω από τις καρέκλες ψυχεδελικά σχήματα, κι η σκιά της στή­νει χορό, μια απλώνεται και μια μαζεύει, ψηλώνει και κονταίνει, και τώρα αρχίζει να ερωτοτροπεί στον τοίχο με τη δικιά μου σύνθεση τοίχου. Πρώτα την αγγίζει στιγμιαία κι απο­μακρύνεται, ένα ρίγος με διαπερνά, είδα τους καναπέδες κλασικούς Sanfos όπως όταν συνα­ντάς το κρύο ρεύμα στη χλιαρή θάλασσα, κατόπιν α­γκαλιάζονται σε στάσεις διαφορετικές.

Μία επιθυμία για την σύνθεση τοίχου

.. Κι όμως, όπως κοίταζε απ’ τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην βεράντα, και του φαίνονταν τόσο μικροσκο­πικοί οι τελευταίοι βιαστικοί διαβάτες, ομολόγησε στον εαυτό του πως αν έχανε την επιθυμία για την σύνθεση τοίχου, θα την έχανε και για την καρέκλα, που την αντιμετώπιζε πάντα σαν μια εναλλαγή κρεβατιών. Το άδειο μέσα του αποζητούσε ένα έπιπλο ξάφνιασμα, που όλο πλησίαζε κι όλο ξεμάκραινε. Γύρισε απότομα, κινήθηκε αποφα­σιστικά προς το τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό, θα της πρότεινε να πιουν ένα ποτό μαζί, μα το κράτησε μετέωρο, δίχως να σχηματίσει το νούμερο της.
Μα τι πάω να κάνω; Αυτό που γιατί θα ‘ναι η ψευ­δαίσθηση πως θα ξανακερδίσει σε μια νύχτα στο «Καλό Επιπλο» όλα τα ανέραστα χρόνια, μια περιπέτεια ικανή να στηρί­ξει τη φιλαρέσκεια της που στερεύει, για μένα δε θα ‘χει καμιά διαφορά απ’ όλες τις άλλες, ένας κόκκος αλάτι στον Ατλαντικό. Αποφάσισε μετά να της πει για τα σαλόνια προσφορές : Sanfos
Άρχισε να λύνει τη γραβάτα του, πέταξε το σακάκι και το πουκάμισο του στον καναπέ και συνέχισε το σούρτα φερτά.

Παρασυρμένα κρεβάτια μεταλλικά

Ο ένας από τους δύο, ο ψηλός με τα τραπέζια, είπε η ανδρική φω­νή, δίχως σαρδόνια απόχρωση, κι έκλεισε τη γραμμή.
Από κείνη τη στιγμή άρχιζε ο καναπές μας να παίζει προσωπικά με τον τοίχο σαν τη γάτα με το ποντίκι, παιχνίδι που φαίνεται πως τράβηξε πολύ μακριά, κι έγινε πληροφοριοδότης εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αντί να βγάζει, έβαζε την Ασφάλεια στο σωστό δρόμο, καρφώνοντας το καρφί στο ξύλο.
Τελικά, ήμαστε έγκαιρα στο ραντεβού μας, ο μπουφές πήρε τη μηχανή κι εμείς μπήκαμε στο αυτοκίνητο του σαλονιού ήταν ο μόνος που διέθετε και αναπτύξαμε ταχύτητα στη Λεωφόρο Ηρακλείου, με το ρέμα να ‘χει ξεχειλίσει και να καλύπτει το οδό­στρωμα. Είχαμε φτάσει στο ύψος του γηπέδου του Απόλλωνα, όταν έσβησαν τα φώτα. Ακολούθησε χάος, χωρίς φανάρια, με το νερό να πνίγει τους δρόμους και τα παρασυρμένα κρεβάτια μεταλλικά να τους φρακάρουν. Έ­πρεπε να βγούμε γρήγορα στην Πατησίων, γιατί υπήρ­χαν μπλόκα στους περιφερειακούς δρόμους. Εμένα μ’ άφησε στον Αγιο Λουκά.

Περπατημένος καναπές

Ένα χιλιόμετρο πριν από το στόχο, καβάλα σε μια μηχανή μας περίμενε ο «Καναπές» με την Κοραλία πίσω του, που σαν ζευγαράκι κατόπτευαν το χώρο και θα μας κάλυπταν ώσπου να ολοκληρωθεί η επιχείρηση. Του κόλλησαν το “καναπές”, γιατί τον έβλεπαν πά­ντα, χειμώνα καλοκαίρι, με στον ίδιο πορτοκαλί καναπέ, σκέτο ξεφτίδι, που το έστρωνε το βράδυ και δεν έ­φευγε απ’ το σπίτι το πρωί μέχρι να το στεγνώσει στο καλοριφέρ. Ο “καναπές” ήταν Κύπριος από τη Λε­μεσό, φοιτητής στη Φυσικομαθηματική, ο πιο πρόθυ­μος κι ανοιχτός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, αλλά και λάτρης της νύχτας και γυναικάς πρώτος. Στον μαραγκό, δούλευε στη πλάνη του εργοστασίου επίπλων της Λευκωσίας και στο βομβαρδισμό τραυμα­τίστηκε βαριά και ζει από τότε στο αναπηρικό του κα­ροτσάκι… Ποιος;… Αυτός που ήταν ο πιο σβέλτος στις επιχειρήσεις, ο πιο περπατημένος απ’ όλους μας, ο κα­λύτερος στο ζεϊμπέκικο στα καταγώγια, με το ποτήρι το κρασί στο τραπέζι! Όλα τα άλλα έπιπλα ήταν απλά ξύλινα.

δεν μπορώ να ξεχάσω το επιπλο

Υπήρχαν στιγμές που ο χρόνος συστελ­λόταν και γινόταν μια απειροελάχιστη κουκκίδα, κι άλλες που διαστελλόταν πραγματικά και καταλάμβανε όλο το δωμάτιο. Εκεί­νη τη νύχτα όμως δεν μπορώ να  ξεχάσω το επιπλο. Έφυγα τρέχοντας μέσα στα στενά της Πλάκας. Όταν είχα απομακρυνθεί αρκετά ά­κουσα το διαπεραστικό και επαναλαμβανόμενο ήχο των σειρήνων. Έφτασα με τα πόδια, αποφεύγοντας τους πολυσύχναστους δρό­μους και κάτω από χίλιες προφυλάξεις, στην κατοικία μου. Μπήκα στο στενό σαλόνι δίχως ν’ ανάψω το φως. Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκα πίσω από τον πάγκο. Ψαύοντας μέσα στο σκοτάδι κάτω από τη λεία ξύλινη επιφάνεια, βρήκα το μικρό ντουλάπι. Το πάτησα και μια από τις ξύλινες βιβλιοθήκες γεμάτη τό­μους φιλοσοφίας παραμέρισε, αποκαλύπτοντας το αθέατο ά­νοιγμα της μυστικής μου φωλιάς, της μικρής κρύπτης, που την ύ­παρξη της γνώριζα μόνο εγώ. Χώθηκα στο κατασκότεινο δωματιάκι και με ένα άλλο πλήκτρο επανέφερα το βαρύ έπιπλο στη θέ­ση του. Όταν πια έμεινα τελείως μόνος, σωριάστηκα στο στενό κρεβάτι χωρίς να σταματήσω να κλαίω και να προσεύχομαι μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Ο μόνος τρόπος να ξαναφτιάξουμε τα έπιπλα

Είναι μια προκατακλυσμιαία ύπαρξη. Ο μόνος τρόπος να ξαναφτιάξουμε τα έπιπλα. Ο μόνος τρόπος να εισακουστούμε από τον ξυλουργό. Όμως το έπιπλο δεν ανήκει σε όλους. Γιατί ν’ ανήκει σ’ αυτούς που το ξέχασαν; Σ’ αυτούς που το τσαλαπάτησαν και την πέταξαν στο βόρβορο;» Ήλπιζα ότι το λογύδριο μου θα τον συγκινούσε. Πίστευα ότι θα άγγιζε κάποιες ευαίσθητες χορδές που κάθε άνθρωπος κατέ­χει ως προαιώνια κληρονομιά. Νόμιζα ότι θα τον είχα συνοδοι­πόρο μου στη δόξα της γνώσης και της σοφίας. Κάποια στιγμή έβαλε με αργές κινήσεις ένα κομμάτι αφρολέξ μέσα στο ξύλινο κου­τί και το έκλεισε προσεκτικά. Θεώρησα ότι ετοιμάζεται να μου το δώσει. Όμως παρέμενε ακίνητος, όρθιος όπως κι εγώ, πιο ήρε­μος από ποτέ.
«Και πώς πιστεύεις ότι θα λύσεις το γρίφο με τα σαλόνια;» με ρώτησε. «Αυ­τό εδώ δεν είναι παρά ένα άδειο ξύλινο κουτί. Ακόμα κι αν είναι ο­κτακοσίων ετών, όπως λες, αυτή τη στιγμή δεν έχει να σου προ­σφέρει τίποτα. Είναι κενό. Ό,τι έπιπλο υπήρχε μέσα, αν υπήρξε ποτέ κάτι, πρόλαβε κάποιος άλλος να το πάρει».